τσουραπάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσουραπάς < τσουράπ(ι) + -άς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /t͡su.ɾaˈpas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσου‐ρα‐πάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσουραπάς αρσενικό
- (παρωχημένο) αυτός που φοράει τσουράπια
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Τσουραπάς (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσουραπάς
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .