τσουραπάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τσουράπας, Τσουραπάς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσουραπάς οι τσουραπάδες
      γενική του τσουραπά των τσουραπάδων
    αιτιατική τον τσουραπά τους τσουραπάδες
     κλητική τσουραπά τσουραπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσουραπάς < τσουράπ(ι) + -άς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡su.ɾaˈpas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσου‐ρα‐πάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσουραπάς αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]