τσουρουφλισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσουρουφλισμένος η τσουρουφλισμένη το τσουρουφλισμένο
      γενική του τσουρουφλισμένου της τσουρουφλισμένης του τσουρουφλισμένου
    αιτιατική τον τσουρουφλισμένο την τσουρουφλισμένη το τσουρουφλισμένο
     κλητική τσουρουφλισμένε τσουρουφλισμένη τσουρουφλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσουρουφλισμένοι οι τσουρουφλισμένες τα τσουρουφλισμένα
      γενική των τσουρουφλισμένων των τσουρουφλισμένων των τσουρουφλισμένων
    αιτιατική τους τσουρουφλισμένους τις τσουρουφλισμένες τα τσουρουφλισμένα
     κλητική τσουρουφλισμένοι τσουρουφλισμένες τσουρουφλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

τσουρουφλισμένος, -η, -ο




Μεταφράσεις[επεξεργασία]