τσουρούκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσουρούκης < τουρκική çürük = σάπιος
Επίθετο[επεξεργασία]
τσουρούκης
- κακός μάστορας, ανίκανος, κακοτεχνίτης (για άνθρωπο)
- σάπιος (ακριβής έννοια της τουρκικής λέξης çürük, η οποία χρησιμοποιείται και για τα τερηδονισμένα δόντια)
- λειψός, ελλιπής, χαλασμένος, παλαιωμένος (για νομίσματα)
Παράγωγα
- τσουρούκικος (που είναι κακοφτιαγμένος ή ελλειπής)
- τσουρούκικια (δουλειά που δεν είναι καλή)
- τσουρούκικα (δουλειά που έχει γίνει με κακό, ελλειπή τρόπο)
- τσουρουκτουρεύω (κάνω πρόχειρα, κακά μια εργασία)
- τσουρουντίζω (φθείρω)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσουρούκης
|