τσουρούκης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσουρούκης οι τσουρούκηδες
      γενική του τσουρούκη των τσουρούκηδων
    αιτιατική τον τσουρούκη τους τσουρούκηδες
     κλητική τσουρούκη τσουρούκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσουρούκης < τουρκική çürük = σάπιος

Επίθετο[επεξεργασία]

τσουρούκης

  1. κακός μάστορας, ανίκανος, κακοτεχνίτης (για άνθρωπο)
  2. σάπιος (ακριβής έννοια της τουρκικής λέξης çürük, η οποία χρησιμοποιείται και για τα τερηδονισμένα δόντια)
  3. λειψός, ελλιπής, χαλασμένος, παλαιωμένος (για νομίσματα)

Παράγωγα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]