τσουρούτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσουρούτικος η τσουρούτικη το τσουρούτικο
      γενική του τσουρούτικου της τσουρούτικης του τσουρούτικου
    αιτιατική τον τσουρούτικο την τσουρούτικη το τσουρούτικο
     κλητική τσουρούτικε τσουρούτικη τσουρούτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσουρούτικοι οι τσουρούτικες τα τσουρούτικα
      γενική των τσουρούτικων των τσουρούτικων των τσουρούτικων
    αιτιατική τους τσουρούτικους τις τσουρούτικες τα τσουρούτικα
     κλητική τσουρούτικοι τσουρούτικες τσουρούτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσουρούτικος < από το τουρκικό çürüt, αόριστος του ρήματος çürür (φθείρω)

Επίθετο[επεξεργασία]

τσουρούτικος, -η, -ο

  1. για ρούχο που είναι στενό ή κοντό, σε σχέση με αυτόν που το φορά
    Ήτανε λίγο αστείος με αυτό το τσουρούτικο παντελόνι.
  2. (μεταφορικά) κάθε τι σχετικά μικρό ή στενόχωρο
    τσουρούτικο τραπεζομάντιλο, τσουρούτικο μαγαζί, τσουρούτικο χαρτάκι, τσουρούτικο γλέντι


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]