τσουχτερά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσουχτερά < τσουχτερός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]τσουχτερά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσουχτερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τσουχτερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τσουχτερός