τσόκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσόκι τα τσόκια
      γενική
    αιτιατική το τσόκι τα τσόκια
     κλητική τσόκι τσόκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσόκι < (άμεσο δάνειο) αλβανική çok (σφυράκι) < çuk (χτυπώ με σφυρί)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσόκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]