Μετάβαση στο περιεχόμενο

τυλίγομαι

Από Βικιλεξικό

τυλίγομαι

  • τυλίχτηκα με την κουβέρτα γιατί ξεπάγιαζα

Συγγενικά

[επεξεργασία]