τυλίγοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
τυλίγοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος τυλίγω
- Τακτοποίησέ τα στο ράφι τυλίγοντάς τα πρώτα καλά!
τυλίγοντας άκλιτο