τυλώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυλώδης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
τυλώδης, -ης, -ες
- με τύλους, κάλους
- ※ Και εγερθείσα ώθησε την τράπεζαν βιαίως με τας χονδράς και τυλώδεις χείρας της. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυλώδης
|