τυμβογέρων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τυμβογέρων οἱ τυμβογέροντες
      γενική τοῦ τυμβογέροντος τῶν τυμβογερόντων
      δοτική τῷ τυμβογέροντ τοῖς τυμβογέρουσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν τυμβογέροντ τοὺς τυμβογέροντᾰς
     κλητική ! τυμβογέρον τυμβογέροντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τυμβογέροντε
γεν-δοτ τοῖν  τυμβογερόντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυμβογέρων < τύμβ(ος) + -ο- + γέρων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τυμβογέρων αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]