τυμπανίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυμπανίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική tympanitis < αρχαία ελληνική τύμπανον + -ίτιδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυμπανίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) τυμπανισμός
- (ιατρική) φλεγμονή στο τύμπανο του αφτιού
- (κτηνιατρική) είδοςγαστρικής δυσπεψίας διαφόρων ζώων (προβάτων, βοειδών κ.λπ.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τύμπανο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυμπανίτιδα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτιδα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Κτηνιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)