τυμπανοκρουσία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τυμπανοκρουσία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) το χτύπημα τυμπάνου ή τυμπάνων και ο ήχος που παράγεται (ιδίως σε -στρατιωτικές- παρελάσεις κ.λπ.)
- (μεταφορικά) η παρουσίαση ή αποδοχή κάποιου πράγματος θορυβωδώς και επιδεικτικά· η ενθουσιώδης υποδοχή προσώπου
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τυμπανοκρουσία, σελ.1018, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου