Μετάβαση στο περιεχόμενο

τυμπανοκρουσία

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυμπανοκρουσία οι τυμπανοκρουσίες
      γενική της τυμπανοκρουσίας των τυμπανοκρουσιών
    αιτιατική την τυμπανοκρουσία τις τυμπανοκρουσίες
     κλητική τυμπανοκρουσία τυμπανοκρουσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τυμπανοκρουσία (μαρτυρείται από το 1865)[1] < τυμπανο- (< τύμπανο) + -κρουσία (< κρούση + -ία)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tim.ba.no.kɾuˈsi.a/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τυμπανοκρουσία θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το χτύπημα τυμπάνου ή τυμπάνων και ο ήχος που παράγεται (ιδίως σε -στρατιωτικές- παρελάσεις κ.λπ.)
  2. (μεταφορικά) η παρουσίαση ή αποδοχή κάποιου πράγματος θορυβωδώς και επιδεικτικά· η ενθουσιώδης υποδοχή προσώπου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. τυμπανοκρουσία, σελ.1018, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου