τυπογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τυπογράφος οι τυπογράφοι
      γενική του/της τυπογράφου των τυπογράφων
    αιτιατική τον/την τυπογράφο τους/τις τυπογράφους
     κλητική τυπογράφε τυπογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυπογράφος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τυπογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]