Μετάβαση στο περιεχόμενο

τυπογράφος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τυπογράφος οι τυπογράφοι
      γενική του/της τυπογράφου των τυπογράφων
    αιτιατική τον/την τυπογράφο τους/τις τυπογράφους
     κλητική τυπογράφε τυπογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τυπογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική typographe ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική typographer ή λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική typographus < αρχαία ελληνική τύπος + γράφω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τυπογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]