Μετάβαση στο περιεχόμενο

τυπογραφείο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τυπογραφείο τα τυπογραφεία
      γενική του τυπογραφείου των τυπογραφείων
    αιτιατική το τυπογραφείο τα τυπογραφεία
     κλητική τυπογραφείο τυπογραφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τυπογραφείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τυπογραφεῖον < τυπογράφ(ος) + -εῖον > -είο. Μορφολογικά αναλύεται σε τυπο- + -γραφείο
Τυπογραφείο της δεκαετίας του 1950.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ti.po.ɣɾaˈfi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυπογραφείο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τυπογραφείο ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις τύπος και γράφω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]