τυπώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυπώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος τυπώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

τυπώνομαι

  • μεταφέρομαι πάνω σε χαρτί σε μορφή κειμένου ή εικόνων (χρησιμοποιείται κυρίως στο γ' πρόσωπο)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]