τυρί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τυρί | τα | τυριά |
γενική | του | τυριού | των | τυριών |
αιτιατική | το | τυρί | τα | τυριά |
κλητική | τυρί | τυριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- τυρί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τυρίν < ελληνιστική κοινή τυρίον (τυράκι) < αρχαία ελληνική τυρός + υποκοριστικό επίθημα -ίον < πρωτοελληνική *tūrós (μυκηναϊκή διάλεκτος : 𐀶𐀫: tu-ro /tūrós/) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tuh₂-ró-s < *tewh₂- (φουσκώνω, διογκώνω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tiˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐ρί
- ομόηχο: τηρεί
Ουσιαστικό 1
[επεξεργασία]τυρί ουδέτερο
- (τρόφιμο, γαστρονομία) τροφικό παρασκεύασμα που φτιάχνεται σε εκμαγείο από την πήξη του γάλακτος με ή χωρίς ζύμωση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- τυρός (λόγιο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- ανθότυρο
- κεφαλοτύρι
- λαδοτύρι
- τυρεμπόριο
- τυρέμπορος
- τυροβόλι
- τυροβούτυρο
- τυρόγαλα, τυρόγαλο
- τυρογαριδάκι
- τυροδοχείο
- τυροκαυτερή
- τυροκομείο
- τυροκομία
- τυροκομικός
- τυροκόμος
- τυροκομώ
- τυροκροκέτα
- τυρομαντεία
- τυρόπηγμα
- τυρόπιτα
- τυροπιτάδικο
- τυροπιτάκι
- τυροπιτάς
- τυροπωλείο
- τυροπώλης
- τυρόσουπα
- τυρόψωμο
- τυροφαγία
- τυροφάγος
- χλωροτύρι
- ψωμοτύρι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τυρί
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- τυρί < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cheese
Ουσιαστικό 1
[επεξεργασία]τυρί ουδέτερο
- (διαδικτυακή αργκό, σε παιχνίδι) φτηνή, εύκολη τακτική ή στρατηγική που εκμεταλλεύεται κάποια λειτουργία του παιχνιδιού προς διευκόλυνσή του για αυτόν που τη χρησιμοποιεί και συνήθως εκνευρισμό των άλλων παικτών
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τυριά (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)