τυραννίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
τῠραννῐδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | τυραννίς | αἱ | τυραννίδες | |
γενική | τῆς | τυραννίδος | τῶν | τυραννίδων | |
δοτική | τῇ | τυραννίδῐ | ταῖς | τυραννίσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | τυραννίδᾰ | τὰς | τυραννίδᾰς | |
κλητική ὦ! | τυραννῐ́ * | τυραννίδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τυραννίδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | τυραννίδοιν | |||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. !! Εξαίρεση: η κλητική ενικού, όχι όπως η ονομαστική. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς ισχύει ως γενικός κανόνας. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυραννίς < τύρανν(ος) + -ις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυραννίς θηλυκό
- (πολιτική) η τυραννίδα
- ※ τυραννὶς χρῆμα σφαλερόν, πολλοὶ δὲ αὐτῆς ἐρασταί εἰσι (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 3 (Θάλεια).53.81)
Πηγές[επεξεργασία]
- τυραννίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τυραννίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πατρίς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πατρίς' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Πολιτική (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)