Μετάβαση στο περιεχόμενο

τυροκομεῖον

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: τυροκομείο
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τυροκομεῖον τὰ τυροκομεῖ
      γενική τοῦ τυροκομείου τῶν τυροκομείων
      δοτική τῷ τυροκομεί τοῖς τυροκομείοις
    αιτιατική τὸ τυροκομεῖον τὰ τυροκομεῖ
     κλητική ! τυροκομεῖον τυροκομεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τυροκομείω
γεν-δοτ τοῖν  τυροκομείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τυροκομεῖον < αρχαία ελληνική τυρ(ός) + -ο- + -κομεῖον (< τυροκομέω / κομῶ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τυροκομεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)