τυροκομικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυροκομικός η τυροκομική το τυροκομικό
      γενική του τυροκομικού της τυροκομικής του τυροκομικού
    αιτιατική τον τυροκομικό την τυροκομική το τυροκομικό
     κλητική τυροκομικέ τυροκομική τυροκομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυροκομικοί οι τυροκομικές τα τυροκομικά
      γενική των τυροκομικών των τυροκομικών των τυροκομικών
    αιτιατική τους τυροκομικούς τις τυροκομικές τα τυροκομικά
     κλητική τυροκομικοί τυροκομικές τυροκομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυροκομικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

τυροκομικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]