τυροπιτάς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τυροπιτάς αρσενικό
- (επάγγελμα) κάποιος που παρασκευάζει ή πουλάει τυρόπιτες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τυροπιτάς
|