τυροσαλάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τυροσαλάτα | οι | τυροσαλάτες |
γενική | της | τυροσαλάτας | — | |
αιτιατική | την | τυροσαλάτα | τις | τυροσαλάτες |
κλητική | τυροσαλάτα | τυροσαλάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τυροσαλάτα θηλυκό
- (γαστρονομία) σαλάτα που βασίζεται σε μείγμα τυριού και συνήθως πιπεριάς. Αν το μείγμα είναι καυτερό τότε η σαλάτα ονομάζεται τυροκαυτερή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τυροσαλάτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τυρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σαλάτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)