τυροφαγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυροφαγία οι τυροφαγίες
      γενική της τυροφαγίας των τυροφαγιών
    αιτιατική την τυροφαγία τις τυροφαγίες
     κλητική τυροφαγία τυροφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυροφαγία < τυρο- + -φαγία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τυροφαγία θηλυκό

  1. η κατανάλωση τυριού σε μεγάλες ποσότητες
  2. το να τρώει κανείς αποκλειστικά τυρί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]