τυρόψωμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τυρόψωμο τα τυρόψωμα
      γενική του τυροψώμου
τυρόψωμου
των τυροψώμων
    αιτιατική το τυρόψωμο τα τυρόψωμα
     κλητική τυρόψωμο τυρόψωμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυρόψωμο < τυρό- + -ψωμο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τυρόψωμο ουδέτερο

(γαστρονομία)
  1. ψωμί με διάσπαρτα τεμάχια τυριού που προστίθεται στο ζύμωμα
  2. βρώση ψωμιού με τυρί
  3. σκυλοτροφή που φτιάχνουν κυρίως οι βοσκοί για τα τσοπανόσκυλα
  4. δόλωμα για τα ψάρια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]