τυφεκήθρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυφεκήθρα οι τυφεκήθρες
      γενική της τυφεκήθρας των τυφεκήθρων
    αιτιατική την τυφεκήθρα τις τυφεκήθρες
     κλητική τυφεκήθρα τυφεκήθρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυφεκήθρα < τυφέκιον και τουφέκι + -ήθρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τυφεκήθρα θηλυκό

  • έτσι λεγόταν το μικρό άνοιγμα, συνήθως σαν ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, οριζόντιο ή κατακόρυφο, στις αμυντικές οχυρώσεις, για να μπορούν οι στρατιώτες να στοχεύουν με τα τουφέκια τους χωρίς να μπορούν να τους πετύχουν εύκολα οι επιτιθέμενοι -αντίστοιχο της ακόμα αρχαιότερης πολεμίστρας


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]