τυφεκίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυφεκίζω < τυφέκ(ιον) + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

τυφεκίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]