τυφλοίς όμμασι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυφλοίς όμμασι < (καθαρεύουσα ) τυφλοῖς, ὄμμασι(ν) (δοτική πληθυντικού των αρχαίων λέξεων τυφλός και ὄμμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

τυφλοίς όμμασι και τυφλοίς όμμασιν (λόγιο)

  1. (κυριολεκτικά) με κλειστά μάτια
  2. (μεταφορικά) με τυφλή, απόλυτη εμπιστοσύνη
    τον ακολουθούν άπαντες τυφλοίς όμμασιν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]