τυφλογενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυφλογενής αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που έχει τη συγγενή πάθηση της τυφλότητας, δηλαδή είναι εκ γενετής τυφλοί, σε αντιδιαστολή προς την επίκτητη τύφλωση, από ατύχημα ή ασθένεια