τυφλώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

τυφλώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τυφλώνω
  2. θα τυφλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τυφλώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

τυφλώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τύφλωση