τυχερό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τυχερό | τα | τυχερά |
γενική | του | τυχερού | των | τυχερών |
αιτιατική | το | τυχερό | τα | τυχερά |
κλητική | τυχερό | τυχερά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυχερό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τυχερός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυχερό ουδέτερο
- κάτι που θεωρείται καλοτυχία
- το τυχερό μου ήταν να σε συναντήσω
- ο γιατρός Τάδε πάει όλο ταξίδια· αυτά είναι τα τυχερά του επαγγέλματος
- (στον πληθυντικό) τα τυχερά: φιλοδώρημα, χρηματικό ποσό που προσφέρεται συνήθως σε ιερέα από πιστούς για την εκτέλεση μιας ιερουργίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυχερό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τυχερό