τυχοδιωκτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
τυχοδιωκτικά < τυχοδιωκτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
τυχοδιωκτικά
- με τυχοδιωκτικό τρόπο, σαν τυχοδιώκτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυχοδιωκτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τυχοδιωκτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τυχοδιωκτικό