τυχοδιώχτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυχοδιώχτης < μορφή του τυχοδιώκτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ti.xoˈðʝo.xtis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυχοδιώχτης αρσενικό
- μορφή του τυχοδιώκτης