τυχών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τυχών & τυχόντας |
η | τυχούσα | το | τυχόν |
γενική | του | τυχόντος & τυχόντα |
της | τυχούσας & τυχούσης* |
του | τυχόντος |
αιτιατική | τον | τυχόντα | την | τυχούσα | το | τυχόν |
κλητική | τυχών & τυχόντα |
τυχούσα | τυχόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τυχόντες | οι | τυχούσες | τα | τυχόντα |
γενική | των | τυχόντων | των | τυχουσών | των | τυχόντων |
αιτιατική | τους | τυχόντες | τις | τυχούσες | τα | τυχόντα |
κλητική | τυχόντες | τυχούσες | τυχόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυχών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυχών
Μετοχή[επεξεργασία]
τυχών, -ούσα, -όν
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού αορίστου (έτυχα) του ρήματος τυχαίνω: τυχαίος, οποιοσδήποτε
- άλλες μορφές: τυχόντας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυχών
|
ο πρώτος τυχών
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
τυχών, -οῦσα, -όν
- μετοχή ενεργητικού αορίστου (ἔτῠχον) του ρήματος τυγχάνω
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'παρών' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'παρών' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'φυγών' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'φυγών' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)