τωθάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
[[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή (Πρότυπο:η παθητική φωνή θα έπρεπε να πάει στο αντίστοιχο λήμμα)]]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τωθάζω < αβέβαιης ετυμολογίας
Ρήμα[επεξεργασία]
τωθάζω
- κοροϊδεύω και περιπαίζω στα αρχαία. Παθητική φωνή τωθάζομαι (με κοοροϊδεύουν).