τόμπολα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τόμπολα οι τόμπολες
      γενική της τόμπολας των τομπολών
    αιτιατική την τόμπολα τις τόμπολες
     κλητική τόμπολα τόμπολες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τόμπολα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tombola
κάρτες τόμπολας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τόμπολα θηλυκό

Επιφώνημα[επεξεργασία]

τόμπολα

  1. (παρωχημένο) νίκη, ζήτω
  2. (ειρωνικό) για ξαφνικό εμπόδιο, όταν κάτι ξαφνικά πάει στραβά, δυσάρεστη σύμπτωση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]