τόμπολα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τόμπολα | οι | τόμπολες |
γενική | της | τόμπολας | των | τομπολών |
αιτιατική | την | τόμπολα | τις | τόμπολες |
κλητική | τόμπολα | τόμπολες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τόμπολα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tombola
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τόμπολα θηλυκό
- παλαιότερο τυχερό παιχνίδι
Επιφώνημα[επεξεργασία]
τόμπολα
- (παρωχημένο) νίκη, ζήτω
- (ειρωνικό) για ξαφνικό εμπόδιο, όταν κάτι ξαφνικά πάει στραβά, δυσάρεστη σύμπτωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια (νέα ελληνικά)
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)