τόπαζον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τόπαζον τὰ τόπαζ
      γενική τοῦ τοπάζου τῶν τοπάζων
      δοτική τῷ τοπάζ τοῖς τοπάζοις
    αιτιατική τὸ τόπαζον τὰ τόπαζ
     κλητική ! τόπαζον τόπαζ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τοπάζω
γεν-δοτ τοῖν  τοπάζοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τόπαζον < → δείτε τη λέξη τοπάζιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τόπαζον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]