τόπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τόπι | τα | τόπια |
γενική | του | τοπιού | των | τοπιών |
αιτιατική | το | τόπι | τα | τόπια |
κλητική | τόπι | τόπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τόπι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική طوپ (τουρκική top) + -ι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τόπι ουδέτερο
- η μικρή μπάλα (παιχνίδι)
- ο τρόπος αποθήκευσης και διάθεσης του υφάσματος: γύρω από ένα ξύλινο ή πλαστικό ραβδί τυλίγονται πολλά μέτρα υφάσματος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τον κάνω τόπι στο ξύλο → δείτε την έκφραση: σπάω στο ξύλο
- την κάνω τόπι: χορταίνω
- φωτιά στα τόπια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια, αντικείμενα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)