τόσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | τόσος | τόση | τόσο | |||
γενική | τόσου | τόσης | τόσου | |||
αιτιατική | τόσο | τόση | τόσο | |||
κλητική | — | — | — | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | τόσοι | τόσες | τόσα | |||
γενική | τόσων | τόσων | τόσων | |||
αιτιατική | τόσους | τόσες | τόσα | |||
κλητική | — | — | — | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες |
}}
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τόσος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τόσος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈto.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τό‐σος
Αντωνυμία[επεξεργασία]
τόσος, -η, -ο (δεικτική αντωνυμία)
- ίδιος ή όμοιος σε σχέση με το μέγεθος, την ένταση, τη διάρκεια ή την ποσότητα
- ↪ Έπεσε τόση βροχή, όση χρειάζονται τα φυτά
- μέχρι τέτοιου σημείου μεγάλος ή πολύς
- ↪ Είχα τόση δουλειά χθες!
- ↪ Δε θέλω τόσο φαγητό
- πάρα πολύς
- (μετά από αριθμό) και κάτι, και περισσότερο
- ↪ δύο φορές τόσες
- ακριβώς ίσος στο μέγεθος, την ένταση, τη διάρκεια ή την ποσότητα
- ↪ Έχω τόσοι φίλοι, όσοι χρειάζομαι
- (+ και) όχι πάρα πολύς
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Αντωνυμίες που κλίνονται όπως το 'ξένος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δεικτικές αντωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)