τόφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τόφος | οι | τόφοι |
γενική | του | τόφου | των | τόφων |
αιτιατική | τον | τόφο | τους | τόφους |
κλητική | τόφε | τόφοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τόφος αρσενικό
- (ορυκτολογία) ηφαιστειακό ιζηματογενές πέτρωμα προερχόμενο από αποθέσεις στερεών αναβλημάτων των ηφαιστείων των οποίων το μέγεθος και η σύσταση ποικίλλουν
- (ιατρική) συγκέντρωση ουρικών αλάτων σε αρθρώσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)