τόφου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

τόφου

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τόφου < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 豆腐 (tōfu) (豆=φασόλια, 腐= σαπίζω) < κινεζική 豆腐 ή 荳腐 (dòufu)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τόφου ουδέτερο άκλιτο

  • προϊόν που φτιάχνεται από το γάλα σόγιας παρομοίως με το τυρί από το γάλα αγελάδας, κατσίκας, κλπ., και που χρησιμοποιείται ευρεία στην κινέζικη κι ιαπωνική κουζίνα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]