τύλιγμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τύλιγμα < ελληνιστική κοινή τύλιγμα < τυλίσσω / τυλίττω < αρχαία ελληνική τύλη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τύλιγμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τυλίγω