τύμβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τύμβος | οι | τύμβοι |
γενική | του | τύμβου | των | τύμβων |
αιτιατική | τον | τύμβο | τους | τύμβους |
κλητική | τύμβε | τύμβοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τύμβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τύμβος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈtiɱ.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τύμ‐βος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τύμβος αρσενικό
- (αρχαιολογία) τεχνητός λόφος που σχηματίζεται πάνω από τάφο νεκρού
- ≈ συνώνυμα: τούμπα
- «Ερευνούμε την συστάδα των Τημενιδών που βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία του νεκροταφείου των τύμβων και σημαδεύει την πορεία του αρχαίου δρόμου, ο οποίος οδηγούσε από την βορειοδυτική πύλη της πόλης -όπου η ταφική συστάδα των βασιλισσών- προς την περιοχή που θάφτηκε ο Φίλιππος Β ΄ και ο Αλέξανδρος Δ΄, ο γιος του Μεγαλέξανδρου και της Ρωξάνης για την ταύτιση του τάφου του οποίου κανείς ως τώρα δεν έχει διατυπώσει κάποια αντίρρηση» δήλωσε η κ. Κοτταρίδη. (*)
- τάφος επίσημου προσώπου με επιτύμβια στήλη
- (κατ’ επέκταση) η επιτύμβια στήλη με εικόνα ή ανάγλυφο του νεκρού
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τύμβος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τύμβος | οἱ | τύμβοι |
γενική | τοῦ | τύμβου | τῶν | τύμβων |
δοτική | τῷ | τύμβῳ | τοῖς | τύμβοις |
αιτιατική | τὸν | τύμβον | τοὺς | τύμβους |
κλητική ὦ! | τύμβε | τύμβοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τύμβω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τύμβοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τύμβος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tum- (φουσκώνω, διογκώνω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τύμβος αρσενικό
- ο τύμβος
- (κατ’ επέκταση) κάθε τάφος
- (μεταφορικά) ηλικιωμένος άνθρωπος
- → και δείτε τη λέξη τυμβογέρων
Πηγές
[επεξεργασία]- τύμβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τύμβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)