τύμβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τύμβος | οι | τύμβοι |
γενική | του | τύμβου | των | τύμβων |
αιτιατική | τον | τύμβο | τους | τύμβους |
κλητική | τύμβε | τύμβοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τύμβος < αρχαία ελληνική τύμβος < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *tum- (φουσκώνω, διογκώνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τύμβος αρσενικό
- (αρχαιολογία) τεχνητός λόφος που σχηματίζεται πάνω από τάφο νεκρού
- ≈ συνώνυμα: τούμπα
- «Ερευνούμε την συστάδα των Τημενιδών που βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία του νεκροταφείου των τύμβων και σημαδεύει την πορεία του αρχαίου δρόμου, ο οποίος οδηγούσε από την βορειοδυτική πύλη της πόλης -όπου η ταφική συστάδα των βασιλισσών- προς την περιοχή που θάφτηκε ο Φίλιππος Β ΄ και ο Αλέξανδρος Δ΄, ο γιος του Μεγαλέξανδρου και της Ρωξάνης για την ταύτιση του τάφου του οποίου κανείς ως τώρα δεν έχει διατυπώσει κάποια αντίρρηση» δήλωσε η κ. Κοτταρίδη. (*)
- τάφος επίσημου προσώπου με επιτύμβια στήλη
- (κατ' επέκταση) η επιτύμβια στήλη με εικόνα ή ανάγλυφο του νεκρού