τύμβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τύμβος οι τύμβοι
      γενική του τύμβου των τύμβων
    αιτιατική τον τύμβο τους τύμβους
     κλητική τύμβε τύμβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ο τύμβος των Αθηναίων στο Μαραθώνα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τύμβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τύμβος[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtiɱ.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τύμ‐βος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τύμβος αρσενικό

  1. (αρχαιολογία) τεχνητός λόφος που σχηματίζεται πάνω από τάφο νεκρού
     συνώνυμα: τούμπα
    «Ερευνούμε την συστάδα των Τημενιδών που βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία του νεκροταφείου των τύμβων και σημαδεύει την πορεία του αρχαίου δρόμου, ο οποίος οδηγούσε από την βορειοδυτική πύλη της πόλης -όπου η ταφική συστάδα των βασιλισσών- προς την περιοχή που θάφτηκε ο Φίλιππος Β ΄ και ο Αλέξανδρος Δ΄, ο γιος του Μεγαλέξανδρου και της Ρωξάνης για την ταύτιση του τάφου του οποίου κανείς ως τώρα δεν έχει διατυπώσει κάποια αντίρρηση» δήλωσε η κ. Κοτταρίδη. (*)
  2. τάφος επίσημου προσώπου με επιτύμβια στήλη
  3. (κατ’ επέκταση) η επιτύμβια στήλη με εικόνα ή ανάγλυφο του νεκρού

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τύμβος οἱ τύμβοι
      γενική τοῦ τύμβου τῶν τύμβων
      δοτική τῷ τύμβ τοῖς τύμβοις
    αιτιατική τὸν τύμβον τοὺς τύμβους
     κλητική ! τύμβε τύμβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τύμβω
γεν-δοτ τοῖν  τύμβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τύμβος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tum- (φουσκώνω, διογκώνω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τύμβος αρσενικό

  1. ο τύμβος
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε τάφος
  3. (μεταφορικά) ηλικιωμένος άνθρωπος
    → και δείτε τη λέξη τυμβογέρων