τύποις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τύποις < αρχαία ελληνική τύπος στη δοτική
Επίρρημα[επεξεργασία]
τύποις
- τυπικά, όχι ουσιαστικά, ίσως φαινομενικά, επιφανειακά, όχι όμως στην πραγματικότητα, όχι κατά βάθος