Μετάβαση στο περιεχόμενο

τύφλωση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τύφλωση οι τυφλώσεις
      γενική της τύφλωσης* των τυφλώσεων
    αιτιατική την τύφλωση τις τυφλώσεις
     κλητική τύφλωση τυφλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τυφλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τύφλωση < τυφλός + -ωση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τύφλωση θηλυκό

  • η κατάσταση στην οποία ένα άτομο έχει χάσει την αίσθηση της όρασης εξαιτίας ψυχολογικών ή νευρολογικών παραγόντων

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]