υάλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υάλωμα | τα | υαλώματα |
γενική | του | υαλώματος | των | υαλωμάτων |
αιτιατική | το | υάλωμα | τα | υαλώματα |
κλητική | υάλωμα | υαλώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υάλωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υάλωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υάλωμα
|