υαλογραφώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υαλογραφώ < υαλογραφία + -ώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyalographie < αρχαία ελληνική ὕαλος + γράφω
Ρήμα[επεξεργασία]
υαλογραφώ
- διακοσμώ κάτι με υαλογραφήματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις υαλογραφία, ύαλος και γράφω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υαλογραφώ | υαλογραφούσα | θα υαλογραφώ | να υαλογραφώ | υαλογραφώντας | |
β' ενικ. | υαλογραφείς | υαλογραφούσες | θα υαλογραφείς | να υαλογραφείς | (υαλογράφει) | |
γ' ενικ. | υαλογραφεί | υαλογραφούσε | θα υαλογραφεί | να υαλογραφεί | ||
α' πληθ. | υαλογραφούμε | υαλογραφούσαμε | θα υαλογραφούμε | να υαλογραφούμε | ||
β' πληθ. | υαλογραφείτε | υαλογραφούσατε | θα υαλογραφείτε | να υαλογραφείτε | υαλογραφείτε | |
γ' πληθ. | υαλογραφούν(ε) | υαλογραφούσαν(ε) | θα υαλογραφούν(ε) | να υαλογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υαλογράφησα | θα υαλογραφήσω | να υαλογραφήσω | υαλογραφήσει | ||
β' ενικ. | υαλογράφησες | θα υαλογραφήσεις | να υαλογραφήσεις | υαλογράφησε | ||
γ' ενικ. | υαλογράφησε | θα υαλογραφήσει | να υαλογραφήσει | |||
α' πληθ. | υαλογραφήσαμε | θα υαλογραφήσουμε | να υαλογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | υαλογραφήσατε | θα υαλογραφήσετε | να υαλογραφήσετε | υαλογραφήστε | ||
γ' πληθ. | υαλογράφησαν υαλογραφήσαν(ε) |
θα υαλογραφήσουν(ε) | να υαλογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υαλογραφήσει | είχα υαλογραφήσει | θα έχω υαλογραφήσει | να έχω υαλογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις υαλογραφήσει | είχες υαλογραφήσει | θα έχεις υαλογραφήσει | να έχεις υαλογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει υαλογραφήσει | είχε υαλογραφήσει | θα έχει υαλογραφήσει | να έχει υαλογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υαλογραφήσει | είχαμε υαλογραφήσει | θα έχουμε υαλογραφήσει | να έχουμε υαλογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε υαλογραφήσει | είχατε υαλογραφήσει | θα έχετε υαλογραφήσει | να έχετε υαλογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υαλογραφήσει | είχαν υαλογραφήσει | θα έχουν υαλογραφήσει | να έχουν υαλογραφήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υαλογραφώ
|