Μετάβαση στο περιεχόμενο

υβριστής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υβριστής οι υβριστές
      γενική του υβριστή των υβριστών
    αιτιατική τον υβριστή τους υβριστές
     κλητική υβριστή υβριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υβριστής < αρχαία ελληνική ὑβριστής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υβριστής αρσενικό

  1. αυτός που εκτοξεύει ύβρεις εναντίον άλλων ή υβρίζει τα θεία
  2. αυτός που διαπράττει ύβρη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]