υγειονομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑγειονομία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υγειονομία οι υγειονομίες
      γενική της υγειονομίας των υγειονομιών
    αιτιατική την υγειονομία τις υγειονομίες
     κλητική υγειονομία υγειονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υγειονομία < καθαρεύουσα ὑγειονομία. Συγχρονικά αναλύεται σε υγειονόμ(ος) + -ία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ʝi.o.noˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐γει‐ο‐νο‐μί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υγειονομία θηλυκό

  • η μελέτη και η προαγωγή της δημόσιας υγείας
    ※  Μπορεί ο ιός να είναι πανίσχυρος, πανούργος και μεταδοτικότατος, μολαταύτα, καθόλου μικρή δεν είναι η ευθύνη και όσων κυβερνήσεων εξακολουθούν, ένα χρόνο μετά, να αυτοσχεδιάζουν πρόχειρα, βραχυκυκλωμένες από το δίλημμα υγειονομία ή οικονομία.
    Παντελής Μπουκάλας, «Καλή ανοσία», μια νέα, αναγκαία ευχή, Η Καθημερινή, 14 Μαρτίου 2021

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]