υγειονομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υγειονομικός < καθαρεύουσα ὑγειονομικός. Συγχρονικά αναλύεται σε υγειονομία / υγειονόμος + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ʝi.o.no.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐γει‐ο‐νο‐μι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
υγειονομικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη δημόσια υγεία
- ↪υγειονομική περίθαλψη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υγειονομικός αρσενικό
- (επάγγελμα) υπάλληλος μιας υγειονομικής υπηρεσίας
- ※ Μέσα στο μήνα θα δοθεί η έκτακτη ενίσχυση στους χαμηλοσυνταξιούχους, τους δικαιούχους του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, τους υγειονομικούς και τους εργαζόμενους στο ΕΚΑΒ.
- Εκτακτη ενίσχυση χαμηλοσυνταξιούχων, ΑμεΑ και υγειονομικών - Πότε θα δοθεί, Τα Νέα, 2 Δεκεμβρίου 2021
- ※ Μέσα στο μήνα θα δοθεί η έκτακτη ενίσχυση στους χαμηλοσυνταξιούχους, τους δικαιούχους του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, τους υγειονομικούς και τους εργαζόμενους στο ΕΚΑΒ.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη υγειονόμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)