υγιέστατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υγιέστατος < υγι(ής) + -έστατος < αρχαία ελληνική ὑγιέστατος
Επίθετο[επεξεργασία]
υγιέστατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του υγιής
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υγιέστατος
|