υγροποιημένο φυσικό αέριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υγροποιημένο φυσικό αέριο | ||
γενική | του | υγροποιημένου φυσικού αερίου | ||
αιτιατική | το | υγροποιημένο φυσικό αέριο | ||
κλητική | υγροποιημένο φυσικό αέριο | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υγροποιημένο φυσικό αέριο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική liquefied natural gas → δείτε τις λέξεις υγροποιημένος και φυσικό αέριο
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
υγροποιημένο φυσικό αέριο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- φυσικό αέριο που έχει ψυχθεί και συμπιεστεί σε υγρή μορφή για μεταφορά και αποθήκευση
- ※ Το υγροποιημένο φυσικό αέριο LNG αναδεικνύεται συνολικά για την Ευρώπη ως η εναλλακτική βραχυπρόθεσμη λύση για την υποκατάσταση του ρωσικού αερίου, σε περίπτωση που η Ρωσία απαντήσει στις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης περικόπτοντας τις παραδόσεις φυσικού αερίου στη Γηραιά Ηπειρο και παράλληλα το μεταβατικό καύσιμο στον δύσβατο δρόμο για την ενεργειακή μετάβαση.
- Απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο με νέους τερματικούς LNG, moneyreview.gr, 7 Μαρτίου 2022
- ※ Το υγροποιημένο φυσικό αέριο LNG αναδεικνύεται συνολικά για την Ευρώπη ως η εναλλακτική βραχυπρόθεσμη λύση για την υποκατάσταση του ρωσικού αερίου, σε περίπτωση που η Ρωσία απαντήσει στις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης περικόπτοντας τις παραδόσεις φυσικού αερίου στη Γηραιά Ηπειρο και παράλληλα το μεταβατικό καύσιμο στον δύσβατο δρόμο για την ενεργειακή μετάβαση.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υγροποιημένο φυσικό αέριο
|
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)